Επίμονα μοντέρνος…
Συνοπτικά
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1899 (Νικόλαος Βεντούρας του Γεωργίου) στις 31 Αυγούστου, από αρχοντική οικογένεια της ευρύτερης περιοχής της Βενετίας, Veneto, συμπεριλαμβάνονται στο Libro d’Oro και εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στα 1730. Μάλιστα μία από τις προγόνους του υπήρξε η συγγραφέας Isabella Teotochi Albrizzi και μεγάλος θείος του ο Ιωάννης Καποδίστριας. Είχε 1 αδερφό, παντρεύτηκε 2 φορές, απέκτησε μία κόρη από το δεύτερο γάμο του κι έναν εγγονό. Σπούδασε Βιομηχανική Χημεία το 1916 και εξελίχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερος χαράκτες κατά τον 20ο αιώνα. Άλλες συστηματικές σπουδές δεν έκανε, αλλά καθώς ήταν πολύγλωσσος, απόκτησε μόνος του, βαθιά παιδεία, κυρίως γύρω από θέματα τέχνης και φιλοσοφίας. Έχουν πει για εκείνον πως «αν δεν είχε ανακαλυφθεί η χαρακτική τέχνη, σίγουρα θα την είχε ανακαλύψει ο Βεντούρας». Πέθανε την 1η Απριλίου του 1990.
Τα πρώτα χρόνια
Όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιογραφικό του, το οποίο συνέταξε το 1981, «ήδη από τας πολύ μικράς τάξεως του δημοτικού εδιδάχθη ιχνογραφίαν».
Σπούδασε “Βιομηχανική Χημεία” το 1916 στην ιδιωτική (Εν Αθήναις) Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία, πιο γνωστή ως Ρουσσοπούλου αλλά ποτέ δεν εργάστικε σαν χημικός. Δεν σπούδασε συστηματικά σε καμία Ακαδημία την Τέχνη του, αλλά έφτασε μόνος του σ’αυτήν, δουλεύοντας αδιάκοπα και μόνο από αγάπη της τέχνης.
Την δεκαετία του ’20 υπηρέτησε στο HMS Ramillies.
Ο Νικόλαος Βεντούρας είχε αδυναμία στην φωτογραφία και δεν έχανε ευκαιρία να αποθανατίσει την «ζωή» του με μια Rolleiflex. Σημειώνεται ότι φωτογραφίες του είχαν επιλεγεί από το περιοδικό National Geographic. Στα προσωπικά του αντικείμενα υπάρχουν πολλές φωτογραφίες τόσο σε χαρτί όσο και σε γυαλί. Επίσης, αγαπούσε τα ταξίδια, τις μηχανές και το ποδήλατο. Χαρακτηριστικά το 1923, από 16 Μαρτίου έως 5 Μαΐου με μία ομάδα ποδηλατών έκανε τη διαδρομή Brindisi – Vienna.
Αναδρομικά
Από το 1931 μέχρι το 1937 έλαβε λίγα μαθήματα υδατογραφίας από τον Κερκυραίο Άγγελο Γιαλλινά. Από το 1932 άρχισε να ασχολείται με τη χαρακτική δηλαδή την ξυλογραφία, τη χαλκογραφία και την λιθογραφία (νέα σχετικά τεχνική, επινοήθηκε από τον Γερμανό Alois Senefelder) όπου και επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον του. Στο βιογραφικό του σημειώνει ότι έλαβε κάποια μαθήματα λιθογραφίας το 1937. Κατά κύριο λόγο η εξέλιξη του στην χαρακτική ήταν προσωπική ενώ αξιοποίησε διάφορες παραλλαγές των γνωστών τεχνικών. Στο έργο του υπάρχουν vernis mou, aquarelle, oil, ξυλοτυπίες, χαλκοτυπίες, λιθογραφίες, λιθογραφία σε ψευδάργυρο, δερματοτυπίες, εκτύπωση με ύφασμα, photogravure, μονοτυπίες ενώ χρησιμοποιήθηκαν έργα του για Ex Libris, βιβλία, περιοδικά, γραμματόσημο, ευχετήριες κάρτες κ.ά.
Η εκπαίδευσή του στη Χημεία τον βοήθησε να πειραματιστεί με τα υλικά και τους χρόνους διάβρωσης πετυχαίνοντας με ακρίβεια να αποτυπώσει την εικόνα που είχε αποφασίσει. Λόγω της επιμονής του και της εξέλιξής του στον χώρο της χαρακτικής θεωρείται, σήμερα, πρωτοπόρος της χαρακτικής.
Χαρακτήρας Τέχνης
Αντλεί την έμπνευσή του κυρίως από την τοπική παράδοση της Κέρκυρας με κύριο άξονα την πόλη, τοπία της υπαίθρου και το καράβι, περιορίζοντας την ανθρώπινη μορφή σε συμπληρωματικούς ρόλους. Άλλες θεματικές του ενότητες, σε μικρότερο όμως εύρος, μπορούν να θεωρηθούν οι τοπιογραφίες, οι διάσημοι Αστερισμοί, οι εντυπωσιακές λιτανείες, οι θρησκευτικές του παραστάσεις καθώς και οι εντελώς αφηρημένες συνθέσεις του. Χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τα χρώματα για να αποδώσει στο κάθε του έργο το απαραίτητο συναίσθημα. Πολλές φορές στο ίδιο έργο υπάρχουν χρωματικές παραλλαγές. Παράλληλα, αξιοποιεί τις εικαστικές τεχνοτροπίες των ευρωπαίων της εποχής του με αντίστοιχα εξπρεσιονιστικά, σουρεαλιστικά και κυβιστικά στοιχεία τα οποία αποτυπώνονται στα έργα του.
Με φαινομενικά γρήγορες γραμμές, που δίνουν δυναμικότητα στα έργα του, προσδίδει έναν αφαιρετικό χαρακτήρα πού τα διαφοροποιεί από τα συμβατικά πρότυπα της εποχής γεγονός που συνδέει τη χαρακτική του με τις μοντερνιστικές τάσεις της ελληνικής τέχνης. Τα έργα του φανερώνουν μια στάση ιδιαίτερα νεωτερική για την εποχή του καθώς τα δομικά στοιχεία των εικαστικών του συνθέσεων αποδεσμεύονται από το αρχικό οπτικό ερέθισμα και ταυτόχρονα ενσωματώνουν την προσωπική του έκφραση. Χρησιμοποιεί ένα εξπρεσιονιστικό ιδίωμα, που δεν διακρίνεται ωστόσο για την βιαιότητά του, αλλά περισσότερο για τον ποιητικό του χαρακτήρα.
Ο Νικόλαος Βεντούρας, ήταν ο μοναδικός Έλληνας καλλιτέχνης που υπηρέτησε με τόση αφοσίωση, επιμονή και συνέπεια την χαρακτική για περισσότερο από μισό αιώνα και διατήρησε σε όλο του το έργο το προσωπικό του μορφοπλαστικό ιδίωμα.
Ο ίδιος ήταν πολύ σχολαστικός κρατώντας αναλυτικές σημειώσεις για κάθε του έργο και εξαιρετική οργάνωση του εργαστηρίου, των εργαλείων, της μαθητείας. Στο αρχείο του κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις, από το συναίσθημα που σκόπευε να αποτυπώσει, την ώρα που του έπαιρνε ένα έργο και πότε το τελείωσε, την τεχνική που χρησιμοποιούσε και τα υλικά. Σημειώνεται ότι επανερχόταν στο ίδιο έργο μετά από καιρό ή ακόμα και πολλά χρόνια, σημειώνοντας την εξέλιξη του κάθε έργου καθώς και την πρόοδο. Οι πρώτες ύλες του ήταν λεπτομερώς καταχωρημένες. Ειδικά για το χαρτί σημείωνε το βάρος, τον τύπο, τη χρονολογία και την προέλευση αφού επηρέαζε το αποτέλεσμα την «εκτύπωσης». Τα χρώματα ήταν πάντα καθαρά κι έκανε μόνος του τις αναμείξεις προκειμένου να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η τελειότητα του και η σχολαστικότητα που τον διέκρινε επέτρεπε στον Νικόλαο Βεντούρα να εκτυπώνει το ίδιο έργο σε διαφορετικά μεγέθη με την ίδια λεπτομέρεια. Επίσης, μπορούσε να εκτυπώσει τα χαρακτικά του χωρίς σημάδια πίεσης αλλά και ανάποδα. Ήταν πολύ αυστηρός με τα έργα του και σημείωνε –κατά την κρίση του- την ποιότητα απόδοσης σε ένα δικό του μετρικό σύστημα από καχέκτυπον ως άριστον.
Μ’ αυτές τις προσπάθειες άφησε πίσω του ένα πρωτοποριακό έργο πλούσιο σε έκφραση και ουσιαστικό σε περιεχόμενο.
Επιρροές
Τα πρώτα του έργα και μέχρι το 1937, ο Νικόλαος Βεντούρας, χαράζει τοπία ήρεμα και ωραία φωτισμένα από την Κέρκυρα και την Βενετία.
Στα χρόνια της κατοχής κι αμέσως μετά τον πόλεμο, 1945-1948 ένα εφιαλτικό άγχος πλημμυρίζει ασφυκτικά τα έργα του, καλύπτει όλη την επιφάνεια με ερείπια, καταστροφές και παραμορφώσεις προοπτικής που φανερώνουν το νέο ψυχικό κλίμα στο οποίο ζει, χαρακτιρίζοντας, έτσι, την περίοδο αυτή εξπρεσσιονιστική.
1949-1950 ακολουθεί η αντίδραση, ελάχιστες γραμμές, αυστηρά υπολογισμένες που εκφράζουν γαλήνη κι ηρεμία, έργα γεμάτα φως.
Από το 1955, και με την σειρά του Πειραιά, εισβάλλει ένα καινούριο στοιχείο, ο πληθωρισμός σε αλληλοσυμπλεκόμενες μορφές οι οποίες σιγά σιγά απλοποιούνται. Διακρίνονται, παραδείγματος χάρην, σκαριά, φουγάρα, βίντσια, όσο χρειάζεται για να υποβληθεί η ιδέα του ζωντανού λιμανιού. Γραμμές και έντονες κηλίδες πλουτίζουν τους τόνους.
Αναφέρει ο κ. Μανώλης Χατζηδάκης σε ομιλία του το 1963 στο «Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο» : […] Απλοποιώντας τα πράγματα, θα λέγαμε ότι αισθανόμαστε να αναδίνεται από το έργο του κυρίου Βεντούρα μία καινούρια λυρική αίσθηση του κόσμου, δωσμένη με τρόπο πειθαρχημένο σε νόμους καθαρά πειθαρχικούς. Ο κόσμος, τοπία και άνθρωποι μεταμορφώνονταν στα έργα του από μιά λυρική φαντασία που πηγαίνει πέρα από τα φαινόμενα και τα πράγματα και που έβρισκε την έκφραση της με μέσα πάρα πολύ λιτά: η αναζήτηση του ουσιώδους, και η απόρριψη του περιττού προσέδιδαν στα έργα του κ. Βεντούρα την καθαρότερη πνευματική τους ποιότητα.[…]
Το έργο του
Το 1928 εικονογράφησε με σινική μελάνη την ηθογραφία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη “Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα”, Η εικονογράφηση αγοράστηκε από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου και δημιουργήθηκαν οι πλάκες εκτύπωσης (κλισέ). Όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα ο κ. Βασιλείου απεβίωσε κι έτσι η εργασία δεν πρόλαβε να εκδοθεί. Το 1961 ο υιός του Βασιλείου εξέδωσε το εν λόγω πεζογράφημα του Κ. Θεοτόκη με λίγες από τις εικονογραφήσεις του Ν. Βεντούρα καθώς δεν βρέθηκαν όλα τα κλισέ.
Η εικονογράφηση αυτή φέρει το ψευδώνυμο Ν. Γ. Βυρός (καθώς αυτό επέλεξε τότε ο καλλιτέχνης)
Συνεργαστηκε και ήταν φίλος με άλλους σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες όπως τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, τον Σπύρο Αλαμάνο και την Ελένη Βακαλό.
Παρουσίασε για πρώτη φορά τα έργα του, στην Αθήνα, στην Πανελλήνια έκθεση του 1948 και από τότε μέχρι και το1969 εκθέτει ανελλιπώς χαρακτική (λιθογραφίες – ξύλο –χαλκογραφίες) στις Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές εκθέσεις των Αθηνών. Συμμετέχει σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπως στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1955,1957), στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1957), στη Μπιενάλε Βενετίας (1964), κ.ά. Η πρώτη του ατομική έκθεση παρουσιάστηκε το 1963 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Αναδρομική έκθεση του έργου του πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 1991 στην Αθήνα (Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος).
Αν και ασχολήθηκε με όλα τα είδη χαρακτικής η χαλκογραφία κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του.